- συνεκκριθῆναι
- συνεκκρῑθῆναι , σύν , ἐκ-κριθάωto be barley-fedpres inf actσυνεκκρῐθῆναι , σύν-ἐκκρίνωsingle outaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκκρίνω — ΜΑ [ἐκκρίνω] συντελώ στη διά μέσου έκκρισης κάθαρση («ἀναδεξαμένης δὲ τῆς νόσου τὸ φάρμακον εἰς ἑαυτήν, ὥστε συνεκκριθῆναι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek